- δριμύτατα
- δριμύςpiercingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δριμυτάτας — δριμυτάτᾱς , δριμύς piercing fem acc pl δριμυτάτᾱς , δριμύς piercing fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TENOS — I. TENOS Laconiae urbs. Steph. II. TENOS vulgo Teno, insul. parva in Aegaeo mari, una Cycladum, in qua urbs est eiusdem nominis, quam propter aquarum abundantiam, Aristoteles Hydrussam appellatam dicit, alioqui Ophiusam. Plin. l. 4. c. 12. Steph … Hofmann J. Lexicon universale
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
περιαρπάζω — 1. αρπάζω από παντού, περιαδράχνω 2. πιάνω κάτι σφιχτά 3. επιπλήττω δριμύτατα, καθυβρίζω … Dictionary of Greek
στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… … Dictionary of Greek
Αμαρτωλός, Γεώργιος — (9ος αι.). Βυζαντινός χρονογράφος μοναχός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το επώνυμό του οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών να ονομάζονται έτσι από μετριοφροσύνη. H χρονογραφία του διαιρείται σε τέσσερα βιβλία. Σε αυτά επικρίνει δριμύτατα… … Dictionary of Greek
Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης — (Άγιος Λαυρέντιος, Πήλιο 1835 – 1902). Μοναχός και λόγιος. Διδάχτηκε γραφή και ανάγνωση από τον εφημέριο του χωριού του. Το 1858 πήγε στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, όπου μόνασε επί δύο χρόνια και το 1868 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή. Το 1871 … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την … Dictionary of Greek
κονκισταδόρες — (conquistadors). Ισπανοί εξερευνητές που συμμετείχαν στην πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση (conquista) του 16oυ αι., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της χώρας τους στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκτός από τη Βραζιλία, η οποία… … Dictionary of Greek